Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεν ταιριάζει το

  • 1 ταιριάζω

    (αόρ. (ε)ταίριασα и (ε)ταίριαξα) 1. μετ.
    1) подбирать пару (предметов); подбирать под пару, под стать (о людях); 2) приводить в соответствие; приспосабливать; прилаживать, пригонять, подгонять; сочетать (с чём-л.), подбирать под тон (к другому предмету);

    ταιριάζ τό σακκάκι με το πανταλόνι — подобрать брюки к пиджаку;

    § τα ταιριάσαμε мы поладили;
    2. αμετ. 1) подходить; соответствовать, быть впору, годиться;

    τό κλειδί δεν ταιριάζει — ключ не подходит;

    2) быть под пару, под стать;

    δεν της ταιριάζει — он ей не ровня, не пара;

    § δεν ταιριάζει — не подобает, не приличествует;

    δεν ταιριάζουν τα χνότα μας — а) мы не сходимся характерами; — б) мы расходимся во взглядах, наши мнения расходятся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ταιριάζω

  • 2 κλειδί(ον)

    τό
    1) е разы. знач ключ;

    βάζω κλειδί(ον) — закрывать на ключ;

    ανοίγω με το κλειδί(ον) — открывать ключом, отпирать;

    δεν ταιριάζει το κλειδί(ον) — ключ не подходит;

    κλειδί(ον) ρολογιού — ключ для (завода) часов;

    γαλλικό κλειδί(ον) — гаечный ключ;

    κλειδί(ον) του σολ муз. — ключ соль;

    κλειδί(ον) της ιερογλυφικής γραφής — ключ к разгадке иероглифов;

    2) ключевая позиция;
    3) анат. ключица; 4) ж.-д. стрелка; 5) перен. душа;

    αυτός είναι το κλειδί(ον) της επιχειρήσεως — он душа этого дела;

    § βρίσκω το κλειδί(ον) — находить, подбирать ключи (к чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλειδί(ον)

  • 3 κλειδί(ον)

    τό
    1) е разы. знач ключ;

    βάζω κλειδί(ον) — закрывать на ключ;

    ανοίγω με το κλειδί(ον) — открывать ключом, отпирать;

    δεν ταιριάζει το κλειδί(ον) — ключ не подходит;

    κλειδί(ον) ρολογιού — ключ для (завода) часов;

    γαλλικό κλειδί(ον) — гаечный ключ;

    κλειδί(ον) του σολ муз. — ключ соль;

    κλειδί(ον) της ιερογλυφικής γραφής — ключ к разгадке иероглифов;

    2) ключевая позиция;
    3) анат. ключица; 4) ж.-д. стрелка; 5) перен. душа;

    αυτός είναι το κλειδί(ον) της επιχειρήσεως — он душа этого дела;

    § βρίσκω το κλειδί(ον) — находить, подбирать ключи (к чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλειδί(ον)

  • 4 ύψος

    τό
    1) высота; вышина;

    ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);

    ύψος πτήσης — высота полёта;

    τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;

    από το ύψος — с высоты;

    στα ΰψη в вышине;

    ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;

    2) рост (человека);

    δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;

    3) высота (тж. перен.); уровень;

    στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);

    από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;

    είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;

    4) возвышенность (мыслей, чувств);

    ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;

    ύψος λόγου — величие слова;

    5) вершина, верх, предел, зенит;

    ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);

    6) астр. высота;
    7) муз. высота (звука);

    ύψος της φωνής — высота тона;

    8) (чаще рел) небеса;

    απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;

    αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;

    § καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);

    ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύψος

  • 5 αταίριαστος

    I.
    [ανάρμοστος: φέρσιμο]
    unangebracht
    II.
    [ανάρμοστος: φέρσιμο]
    unpassend
    III.
    [που δεν ταιριάζει το 'να με τ' άλλο]
    nicht zusammenpassend

    Griechisch-Deutsch-Wörterbuch > αταίριαστος

См. также в других словарях:

  • ταιριάζω — Ν [ταίρι] 1. συνδέω δύο όμοια πράγματα σε ζεύγος, τά κάνω ταίρια 2. συνδυάζω («ταιριάζω τους χρωματισμούς») 3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία, εναρμονίζομαι («οι φωνές μας δεν ταιριάζουν») 4. (ως απρόσ.) ταιριάζει αρμόζει, πάει,… …   Dictionary of Greek

  • ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • αταίριαστος — και αταίριαχτος, η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον 2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής 3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος 4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος 5. εκείνος που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ατραγούδητος — και διστος, η, ο 1. αυτός που δεν τραγουδήθηκε ή που δεν έγινε τραγούδι («ατραγούδιστο παλληκάρι») 2. που δεν ταιριάζει να τραγουδηθεί 3. (στίχος) που δεν επιδέχεται μελοποίηση …   Dictionary of Greek

  • ακατάλληλος — η, ο (Α ἀκατάλληλος, ον) αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος «ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • αντιναυτικός — ή, ό αυτός που δεν ταιριάζει σε ναυτικό, που δεν έχει ναυτικές αρετές και εμπειρία …   Dictionary of Greek

  • αρρητόρευτος — ἀρρητόρευτος, ον (Μ) [ρητορεύω] 1. αυτός που δεν έχει σπουδάσει ρητορική 2. αυτός που δεν ταιριάζει σε ρήτορα …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»